άσκεπτος
Смотреть что такое "άσκεπτος" в других словарях:
ἄσκεπτος — inconsiderate masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άσκεπτος — και άσκεφτος, η, ο (AM ἄσκεπτος, ον) Ι. αυτός που ενεργεί ή που γίνεται χωρίς περίσκεψη, ο απερίσκεπτος, ο ασυλλόγιστος αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει εξεταστεί αρκετά ή που πέρασε απαρατήρητος 2. εκείνος που δεν έγινε γνωστός, ο κρυφός («ἄσκεπτοι… … Dictionary of Greek
ἀσκεπτότερον — ἄσκεπτος inconsiderate adverbial comp ἄσκεπτος inconsiderate masc acc comp sg ἄσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτως — ἄσκεπτος inconsiderate adverbial ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄσκεπτον — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem acc sg ἄσκεπτος inconsiderate neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκεπτότεροι — ἄσκεπτος inconsiderate masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτοις — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτοισι — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτους — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτων — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀσκέπτῳ — ἄσκεπτος inconsiderate masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)